- φρεσκοξυρισμένος
- -η, -ο, Νπρόσφατα ξυρισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεσκοξυρισμένος — η, ο αυτός που ξυρίστηκε πριν από λίγο, αυτός που μόλις έκοψε τα γένια ή τα μουστάκια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρεσκο- — ως α συνθετικό προσθέτει στο περιεχόμενο του β συνθετικού την έννοια του «μόλις», του «πριν από λίγο»: Φρεσκοβαμμένος, φρεσκοξυρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)